And what should they know of England who only England know?
 Rudyard Kipling

Αν η γνώση του εαυτού προϋποθέτει γνώση του άλλου, τότε και η ποιότητα της κατανόησής μας για το χαρακτήρα, τις αιτίες και τις συνέπειες των πολιτικών και κοινωνικών φαινομένων είναι συνάρτηση όχι μόνο της επιμέλειας με την οποία τα μελετούμε (ως μοναδικότητες), αλλά και του εύρους των μορφικών και χωροχρονικών εκφάνσεών τους που λαμβάνουμε υπόψη μας. Η κατανόηση του τι είναι πράγματι σημαντικό, ιδιαίτερο ή μοναδικό (και όχι σύνηθες, δευτερεύον ή κοινότοπο) προϋποθέτει διερεύνηση «και άλλων περιπτώσεων», προϋποθέτει συγκρίσεις.
     Συγκρίσεις, όμως, απαιτούνται και για την επικύρωση των επαγωγικών γενικεύσεων στις οποίες
προβαίνουμε ως κοινωνικοί επιστήμονες (αλλά και ως πολίτες). Καθώς στις επιστήμες του ανθρώπου σπάνια έχουμε την δυνατότητα διεξαγωγής πειραμάτων, και οι στατιστικοί έλεγχοι συνήθως προσκρούουν στην έλλειψη ικανού αριθμού περιπτώσεων (το περίφημο πρόβλημα του μικρού Ν), αποφάνσεις της μορφής «συνθήκη χ προκαλεί έκβαση ψ» (όχι μόνο σε χώρα -ή περίπτωση- α, αλλά και γενικότερα), μπορούν να ελεγχθούν (να επιβεβαιωθούν ή να διαψευσθούν) με ένα και μόνο τρόπο: συγκρίνοντας. Ο κλάδος της πολιτικής επιστήμης που κατεξοχήν προωθεί -αλλά και συγκροτείται γύρω από- το συγκριτικό εγχείρημα είναι η συγκριτική πολιτική, στην οποία το μάθημα αυτό αποτελεί εισαγωγή.
Έχει υποστηριχθεί πως η συγκριτική πολιτική αποτελεί «απόσταγμα και κληρονομιά του πανθέου της δυτικής κοινωνικο-επιστημονικής σκέψης», με άμεσους επιστημικούς προπάτορες διανοητές του ύψους των Machiavelli, Montesquieu, Marx, Durkheim και Weber. Ακόμα κι αν η εκτίμηση θεωρηθεί αυτάρεσκη και υπερβολική (ειδικά υπό το φως των προβλημάτων του κλάδου), το γεγονός παραμένει πως η συγκριτική πολιτική, τόσο ως μέθοδος συγκρότησης και επικύρωσης θεωρίας όσο και ως ερευνητική θεματολογία, αποτελεί κεντρική περιοχή, αν όχι την απόλυτη προϋπόθεση, της πολιτικής επιστήμης. 
    
Το μάθημα επιδιώκει την εξοικείωση των φοιτητών σε αμφότερα:
·       τόσο στη συγκριτική μέθοδο (στην κατανόηση των κρίσιμων ερωτημάτων: Γιατί και Πώς συγκρίνουμε;) και τα κύρια θεωρητικά ρεύματα που εμφανίζονται στο χώρο της συγκριτικής πολιτικής (του ορθολογισμού, του δομισμού και των –μεταμοντέρνων- πολιτισμικών προσεγγίσεων) [Ενότητα Α]’
·       όσο και σε μερικές από τις πλέον κομβικές ερευνητικές θεματικές που οι συγκριτολόγοι αναδεικνύουν και ερευνούν [Ενότητα Β’].
Σε αυτές περιλαμβάνονται:
·       η μακροσκοπική, μακρο-ιστορική επεξήγηση των βασικών πολιτικοκοινωνικών κρυσταλλώσεων του Ευρωπαϊκού 20ου αιώνα (σε επίπεδο τόσο κρατικής διακυβέρνησης όσο και μαζικής πολιτικής)
·       η διερεύνηση των προϋποθέσεων (κοινωνικών, οικονομικών, θεσμικών και άλλων) της δημοκρατίας, καθώς και των προκλήσεων και κινδύνων που αντιμετωπίζει στην εποχή της παγκοσμιοποίησης (συνδυαστικά με τη συζήτηση περί εκδημοκρατισμού και «δημοκρατικής εδραίωσης») και
·       η ιστορική-συγκριτική διερεύνηση της επίδρασης που έχουν στη ζωή και τη λειτουργικότητα των δημοκρατιών η σύγχρονη λειτουργία των κομμάτων με ειδική αναφορά στο υπόδειγμα του «κόμματος καρτέλ»

Θα επιδιωχθεί τέλος η συγκριτική

·       κατανόηση αιτίων και μηχανισμών για την εκδήλωση συλλογικής δράσης και κοινωνικών κινημάτων.

Στα καθήκοντα των φοιτητών και φοιτητριών για το τρέχον εαρινό εξάμηνο 2016-17 περιλαμβάνεται ο κριτικός σχολιασμός με εργαλεία της συγκριτικής μεθόδου του βραβευμένου ντοκιμαντέρ του Άρη Χατζηστεφάνου This is Not a Coup!, το οποίο θα προβληθεί στο Αμφιθέατρο Σάκη Καράγιωργα ΙΙ, την Τρίτη 21 Φεβρουαρίου, στο πλαίσιο του διαρκούς σεμιναρίου του ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΥΓΚΡΟΥΣΙΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ. Τα κείμενα μέχρι 1.500 λέξεις πρέπει να κατατεθούν πριν την πασχαλινή ανάπαυλα, την Παρασκευή 7 Απριλίου.

    
Αν και το εύρος των θεματικών που εξετάζονται (και μέσω των οποίων αναδεικνύεται και εικονογραφείται η σημασία της συγκριτικής μεθόδου) δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητο, η κατόπτευση του κλάδου που επιχειρείται δεν μπορεί παρά να είναι μερική και επιλεκτική. Αυτό, όμως, κάθε άλλο παρά πρόβλημα αποτελεί. Επιδίωξη του μαθήματος δεν είναι η «περαίωση» και η γνωστική περιχαράκωση, αλλά το ακριβώς αντίθετο: η πρόκληση ερεθισμάτων για περαιτέρω διερεύνηση, και η δημιουργία προϋποθέσεων για εκκινήσεις στο συναρπαστικό κόσμο της συγκριτικής έρευνας.

     Προϋπόθεση για την ευόδωση των στόχων αυτών είναι, βέβαια, η ενεργή συμμετοχή των φοιτητών, αρχής γενομένης με την τακτική παρακολούθηση των παραδόσεων και τη συστηματική και έγκαιρη μελέτη του προτεινόμενου βιβλιογραφικού υλικού.
    
     Το βασικό εγχειρίδιο του μαθήματος που διανέμεται στους φοιτητές είναι το:
Hague R., Μ. Harrop (2011) Συγκριτική πολιτική και διακυβέρνηση, Αθήνα: Κριτική

Πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι η θεωρητική βιβλιογραφία είναι τεράστια. Για μια στοιχειώδη αποτύπωση, βλ.


και για μια προσέγγιση από την πλευρά των συλλογικών δράσεων και των κοινωνικών κινημάτων


καθώς και το γνωστό (από την Πολιτική Επιστήμη ΙΙ)

·   DellaPorta, D. και M. Diani (2010) Κοινωνικά κινήματα: μια εισαγωγή (επιμέλεια – εισαγωγή Σ. Ι. Σεφεριάδης), Αθήνα: Κριτική.

Το μάθημα υπάρχει, επιπλέον, και σε ηλεκτρονική  μορφή στη διεύθυνση 
http://openeclass.panteion.gr/courses/TMB143/.
     Στο πρόγραμμα του μαθήματος που ακολουθεί (εδώ σε μορφή pdf) επιχειρείται η γενική αντιστοίχιση θεματικών των παραδόσεων και συγγραμμάτων. Οι φοιτητές και οι φοιτήτριες θα πρέπει να φροντίζουν να μελετούν τα κείμενα που επισημαίνονται πριν -και πάντως όχι πολύ αργότερα- από την ολοκλήρωση των αντίστοιχων θεματικών.
     Είναι αυτονόητο ότι οι χρονικότητες του προγράμματος είναι μόνο «κατά προσέγγιση». Αν, όπως είναι ιδιαίτερα πιθανό, η ροή του μαθήματος επιβάλλει αναπροσαρμογές, αυτές ευχαρίστως θα γίνουν.




ΕΝΟΤΗΤΑ A’: ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ, ΜΕΘΟΔΟΣ, ΘΕΩΡΙΑ

1. Συγκριτική πολιτική, ο κλάδος (και περίγραμμα του μαθήματος): Τι είναι και σε τι αποσκοπεί η συγκριτική πολιτική; Ένθεση του κλάδου στο εσωτερικό της πολιτικής και κοινωνικής επιστήμης, και ιστορική αναδρομή-περιήγηση στις διάφορες φάσεις εξέλιξής του (: δημόσιο δίκαιο, συμπεριφορισμός, θεσμική επανάκαμψη, νέος εκλεκτικισμός). Παρουσίαση του περιγράμματος και των στόχων του μαθήματος.

Μελετήστε:



  
2-3. Αιτιότητα, μέθοδος, και οι τρεις λογικές της σύγκρισης: Καθ’ οδόν προς τη διερεύνηση του μεγάλου προβλήματος της αιτιότητας η συγκριτική μέθοδος είναι εξαιρετικά κομβική, δεν είναι όμως και η μόνη. Στην ενότητα αυτή των δυο παραδόσεων, επιχειρείται διερεύνηση των άλλων υφιστάμενων τρόπων απόδοσης αιτιότητας. Σε ό,τι αφορά τη συγκριτική μέθοδο Πώς και γιατί συγκρίνουμε; εξετάζονται οι βασικές μεθοδολογικές και εννοιολογικές προϋποθέσεις της σύγκρισης και παρουσιάζονται οι τρεις βασικές μορφές συγκριτικής πολιτικής στις οποίες εκβάλλουν: (α) η εικονογράφηση θεωρίας, (β) η αντιπαραβολή πλαισίων, και (γ) η μακρο-αιτιώδης ανάλυση (συνδυαστικά με τις κλασικές μεθόδους «συμφωνίας» και «διαφωνίας» του John Stuart Mill). Συγκρίσεις με μεγάλο Ν, συγκρίσεις λίγων περιπτώσεων, και θεωρητικά ενσυνείδητες μονογραφίες 



4. Κοινωνικο-επιστημονικές οντολογίες και συγκριτική πολιτική: Αναφορά στα χαρακτηριστικά των κύριων επιστημονικών (θεωρητικών και ερευνητικών) προδιαθέσεων στη σύγχρονη συγκριτική πολιτική: ορθολογισμός, δομισμός, μεταμοντέρνο. Ποιες οι ειδικές «επιστημονικές οντολογίες» τους, πώς προσεγγίζουν την  αιτιότητα και σε τι συνίσταται η επικύρωση της παραγόμενης γνώσης σε κάθε μια τους;

Μελετήστε:



ΕΝΟΤΗΤΑ Β’: EXCURSUS ΣΕ ΚΟΜΒΙΚΕΣ ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ
5. Μακροσκοπική ιστορία και συγκριτική επεξήγηση: Προνομιακός τόπος άσκησης και εφαρμογής της συγκριτικής μεθόδου, η μακρο-ιστορία αναδεικνύει τη μακρά διάρκεια στη θέαση και ερμηνεία των κοινωνικών και πολιτικών φαινομένων. Βασικός στόχος της αποτελεί ο εντοπισμός των βασικών -δομικών- παραγόντων που εξηγούν κομβικές-συστατικές όψεις της πραγματικότητας. Πρόκειται για «μεγάλα» ερωτήματα που για να απαντηθούν απαιτείται, κατά την παραστατική ορολογία του Charles Tilly, η διερεύνηση «κολοσσιαίων δομών», η ενατένιση «τεράστιων διαδικασιών» και η διεξαγωγή «γιγάντιων συγκρίσεων». Ενδεικτικά: Γιατί κάποια κοινωνικοοικονομικά συστήματα συσσωρεύουν ισχύ (που επιτρέπει μεταρρυθμίσεις) και άλλα όχι; Γιατί σε κάποιες χώρες εγκαθιδρύεται συνταγματική διακυβέρνηση (κάποτε δημοκρατία) και ανεκτικό θεσμικό περιβάλλον και αλλού όχι; Τι εξηγεί το διαφορετικό χαρακτήρα της μαζικής πολιτικής στις διάφορες γεωγραφικές περιοχές της Ευρώπης; Εκκινώντας από τη συμβολή του Immanuel Wallerstein περί ανισομέρειας στο παγκόσμιο σύστημα, γίνεται πρακτική εικονογράφηση με το συνθετικό παράδειγμα του Ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος, ενώ παρουσιάζονται ακόμη εκτενώς τα κλασικά έργα του Barrington Moore   (περί διαφορετικών τρόπων μετάβασης στη νεωτερικότητα) και της Theda Skocpol περί επαναστάσεων.

Μελετήστε:



6-7. Δημοκρατία και εκδημοκρατισμός : Η δημοκρατία, τόσο ως εννοιολογικό περιεχόμενο (: ποια -πρέπει να- είναι τα καθοριστικά γνωρίσματά της) όσο και ως ιστορικό φαινόμενο, συνιστά μια από τις πλέον κομβικές θεματικές της σύγχρονης συγκριτικής πολιτικής. Στη διερεύνησή τους αποσκοπούν οι δυο αυτές παραδόσεις. Ειδικότερο ενδιαφέρον προκαλεί η συζήτηση σχετικά με τις προϋποθέσεις της (κοινωνικοοικονομικές, πολιτικοθεσμικές, πολιτισμικές), κυρίως στο πλαίσιο της διερεύνησης της σχέσης καπιταλιστικής ανάπτυξης και δημοκρατίας. Αν και, όπως είναι γνωστό, η δημοκρατία δεν ήταν πάντοτε κανονιστικά αποδεκτή, η διατήρηση και -κατά περίπτωση- εμβάθυνσή της αποτελούν στις μέρες μας κεντρικό προβληματισμό της συγκριτικής πολιτικής. Από τη δεκαετία του 1970 και μετά (σημείο
εκκίνησης του λεγόμενου «τρίτου κύματος» εκδημοκρατισμού) ο προβληματισμός εντοπίζεται στη διερεύνηση των παραγόντων που προκάλεσαν/υποβοήθησαν τις δημοκρατικές μεταβάσεις και συνέβαλαν στην εδραίωση της δημοκρατίας. Ήταν οι μεταβάσεις αυτές απόρροια συμφωνιών κορυφής ή προϊόν δράσεων της κοινωνίας πολιτών, και τι συνέπειες έχει αυτό για την υπόθεση της δημοκρατικής εμβάθυνσης;




8-9.Κόμματα και εκλογική συμπεριφορά: Βασικό καθοριστικό γνώρισμα της δημοκρατίας είναι η ελευθερία λόγου και δράσης. Όμως προϋπόθεση για να έχει ουσιαστικό περιεχόμενο η συνθήκη αυτή είναι η ύπαρξη οργανώσεων με δυνατότητα επηρεασμού (και, εν τέλει, κατάληψης και άσκησης) της εξουσίας: πολιτικά κόμματα. Από ποιες βασικές μορφές πέρασε ο θεσμός αυτός και πώς οι τρέχουσες κρυσταλλώσεις επηρεάζουν την εκλογική συμπεριφορά; Ποιους άλλους παράγοντες έχει αναδείξει η συγκριτική ανάλυση; Οι πολίτες ψηφίζουν λόγω στενού οικονομικού συμφέροντος, λόγω πολιτικών ταυτίσεων, ή λόγω πολιτισμικών προδιαθέσεων;

Μελετήστε:



10. Κομματικό σύστημα: μορφές και επιδράσεις: Ακόμα και στα χρόνια της «παν-συλλεκτικής» απίσχνανσης του κομματικού λόγου, στις δημοκρατίες υφίσταται ανταγωνισμός για την κατάληψη της εξουσίας, και κομματικό σύστημα που επηρεάζει (ως κρίσιμη ενδιάμεση μεταβλητή) τη λειτουργικότητα του πολιτεύματος. Σε τι συνίσταται ο παράγοντας αυτός (το κομματικό σύστημα ως σύστημα) και σε τι βασικά συμπεράσματα καταλήγει η συγκριτική ανάλυση; Ειδική παρουσίαση της τυπολογίας Sartori και των αντίστοιχων εννοιών («συναφές κόμμα», «κατεύθυνση του ανταγωνισμού», «πόλωση», κ.λπ.). 

Μελετήστε
  • Hague/Harrop: σσ. 391-402. 



11. Δικτατορίες: μορφές, καταβολές, δυναμική
Διερεύνηση του αυταρχικού φαινομένου. Εννοιολογήσεις, και ιστορική περιήγηση στις διάφορες μορφές του. Τι μας διδάσκει η ιστορική εμπειρία για τις προϋποθέσεις και τη δυναμική του φαινομένου; Δίνεται ειδική έμφαση στο φαινόμενο της δημοκρατικής κατάρρευσης που οδηγεί στην άνοδο δικτατοριών όσο και στην αντίστροφη διαδικασία της δημοκρατικής μετάβασης. Γίνονται αναφορές στο τελευταίο ιστορικά κύμα δικτατορικών επιβολών (το λεγόμενο υπόδειγμα του «Γραφειοκρατικού Αυταρχισμού» με κύριο πεδίο αναφοράς τη Λατινική Αμερική και —κατά περίπτωση— και την ελληνική δικτατορία της περιόδου 1967-1974) καθώς και στην εμπειρία σύγχρονων δικτατοριών.
Μελετήστε:
  • Hague/Harrop: Κεφάλαιο 6



12-13. Συγκρουσιακή πολιτική, κοινωνικά κινήματα: Γιατί και πότε οι άνθρωποι εγκαταλείπουν τις ρουτίνες της καθημερινής ζωής για να εμπλακούν στις αβεβαιότητες της συλλογικής δράσης; Αν θεωρήσουμε πως η υλική στέρηση και η δυναμική προώθησης συλλογικών συμφερόντων αποτελούν βασική προϋπόθεση για την εκδήλωση συλλογικής δράσης, αρκούν αυτοί οι παράγοντες για την εμφάνιση κοινωνικών κινημάτων; Υποδεικνύει η συγκριτική παρατήρηση άλλες αναγκαίες συνθήκες, και ποιες; Μετά την παράθεση των απαραίτητων εννοιολογικών διευκρινίσεων (τι είναι «κοινωνικό κίνημα» και πώς εντάσσεται στο σύμπαν της συγκρουσιακής πολιτικής;) δίνεται έμφαση σε τρεις αναλυτικούς άξονες του πεδίου: (α) τη δομή των πολιτικών ευκαιριών που διευκολύνουν ή δυσχεραίνουν την εμφάνιση κινημάτων, (β) τις συνέπειες που έχουν οι διάφορες οργανωτικές δομές που τα κινήματα υιοθετούν, και (γ) τη σημασία των αξιακών πλαισιώσεων που αναδεικνύουν διεκδικητικές συλλογικές ταυτότητες.
Μελετήστε:



14. Ανακεφαλαίωση: προκλήσεις της σύγχρονης συγκριτικής πολιτικής: Οργανωτικός μίτος του μαθήματος αυτού υπήρξε η άποψη ότι οι συστηματικές συγκρίσεις είναι το καλύτερο μέσο που διαθέτουμε για τον έλεγχο και την επικύρωση των κοινωνικοεπιστημονικών επαγωγών μας. Πέρα όμως από αυτή την καθαυτό επιστημονική αποστολή τους, οι συγκρίσεις μας βοηθούν να αποφύγουμε την παγίδα του γνωστικού επαρχιωτισμού: της ψευδούς αίσθησης «μοναδικότητας» που διακατέχει την απολογητική ιδιογραφία και κατά κανόνα εκτρέφει στερεότυπα και ιδεολογικές περιχαρακώσεις. Ο κλάδος της συγκριτικής πολιτικής, κλάδος που συγκροτείται στη βάση των συγκρίσεων και της αναγνώρισης του άλλου, είναι συνεπώς εκ των ων ουκ άνευ για την πρόοδο των κοινωνικών επιστημών. Τι είδους προβλήματα και ποιες προκλήσεις αντιμετωπίζει η συγκριτική πολιτική στις αρχές του 21ου αιώνα; Είναι δυνατή η σύνθεση των διάφορων θεωρητικών σχολών και κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί αυτή να οδηγήσει στην καλύτερη επικοινωνία και γνωστική συσσώρευση;